- παλίμπορος
- παλίμποροςgoing backmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλίμπορος — παλίμπορος, ον (Α) αυτός που πορεύεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πόρος (πρβλ. εύ πορος)] … Dictionary of Greek
παλίμπορον — παλίμπορος going back masc/fem acc sg παλίμπορος going back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμπόρους — παλίμπορος going back masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίμπορα — παλίμπορος going back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίμποροι — παλίμπορος going back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek